Verlegenheit - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Verlegenheit - translation to Αγγλικά


Verlegenheit         
n. embarrassment, confusion, sheepishness, abashment
confusion      
n. Verlegenheit, Verwirrung
embarrassing      
adj. in Verlegenheit bringend, blamierend

Βικιπαίδεια

Verlegenheit
Verlegenheit bezeichnet eine Gemütsbewegung, die mit Befangenheit und Unsicherheit einhergeht und in der Regel aus einer fehlenden Handlungskompetenz oder einem Eingriff in die Intimsphäre resultiert. Der Begriff tritt in der Literatur häufig im Zusammenhang mit Schamgefühl und Peinlichkeit auf.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Verlegenheit
1. Also bitte nicht aus lauter Verlegenheit zu persönlich werden.
2. Ich bin in Verlegenheit, den Zeitpunkt exakt anzugeben.
3. Wie groß müßte die Kanzlermehrheit sein, um den Bundesrat in Verlegenheit zu bringen?
4. Doch die Verlegenheit, Deutschland quasi auf chinesischem Boden zu betreten, bleibt ihm erspart.
5. Den Westen, der Demokratisierung fordert, bringt das in nicht geringe Verlegenheit.